- γαγγαλίζω
- γαγγαλίζωpres subj act 1st sgγαγγαλίζωpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γαγγαλίζω — (Α) γαργαλίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του γαργαλίζω*, που συνδέεται με τις γλώσσες του Ησυχίου γαγγαλάν, γαγγαλίζεσθαι «ήδεσθαι», γαγγαλίδες «γελασίνοι»] … Dictionary of Greek
γαγγαλίζειν — γαγγαλίζω pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγαλίζεσθαι — γαγγαλίζω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γαγγαλίζεται — γαγγαλίζω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)